- ράσπα
- η тех рашпиль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ράσπα — η Ν είδος λίμας με αδρή διαμόρφωση δοντιών, κατάλληλης για την επεξεργασία τού ξύλου καθώς και άλλων μαλακών υλικών, όπως είναι οι ουλές τών ζώων κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rasp < μεσ. γαλλ. raspe, λ. γερμανικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
λείαντρο — το λίμα, με χοντρά δόντια διαμορφωμένα στην επιφάνειά της, η οποία χρησιμοποιείται για τη λείανση ξύλινων ή μαλακών μεταλλικών τεμαχίων, κν. ράσπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειαίνω + κατάλ. τρο (πρβλ. σήμαν τρο, ύφαν τρο)] … Dictionary of Greek
ξέστρα — η 1. η ξύστρα, το ξυστήρι 2. είδος λίμας με χοντρά δόντια που χρησιμοποιείται στην ξυλουργική, αλλ. ράσπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ τού ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ ξεσ α + κατάλ. τρα (πρβλ. σκοτώσ τρα)] … Dictionary of Greek
ξυλοφάγος — ο, αρσ. και ξυλοφάος και ξυλόφάς (ΑΜ ξυλοφάγος, ον) (για έντομο) αυτός που τρέφεται με ξύλα νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ξυλοφάγος ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων που ζουν σε βυθισμένα κομμάτια ξύλου και είναι διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες 2. το… … Dictionary of Greek
ξυλοφάγος — ο 1. αυτός που τρώει το ξύλο: Ξυλοφάγα σκουλήκια. 2. ξυλουργικό εργαλείο για το φάγωμα, τρίψιμο του ξύλου, αλλ. ράσπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίφτης — ο 1. εργαλείο για τρίψιμο, λίμα, ράσπα. 2. μαγειρικό σκεύος με τρύπες και αιχμηρά χείλη σ αυτές για τρίψιμο τυριού, ντομάτας, φρούτων κτλ.: Πέρασε το κυδώνι στον τρίφτη και έκανε γλυκό. 3. υπάλληλος που τρίβει τα σώματα σε δημόσια λουτρά: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)